πλήκτης — striker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῆκτα — πλήκτης striker masc voc sg πλήκτης striker masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῆκται — πλήκτης striker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήκταις — πλήκτης striker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήκτην — πλήκτης striker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήκτου — πλήκτης striker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπλήκτης — θαλασσοπλήκτης, ό (Μ) (για τον Ξέρξη) αυτός που χτύπησε τη θάλασσα, που έδειρε τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλήκ της (< πλήσσω), πρβλ. επι πλήκτης, τειχεσι πλήκτης] … Dictionary of Greek
τειχεσιπλήκτης — ὁ, Μ αυτός που πλήττει τα τείχη («τειχεσιπλήκτης κριός», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + πλήκτης (< πλήσσω), πρβλ. ἰσχυρο πλήκτης] … Dictionary of Greek
πλήκτας — πλήκτᾱς , πλήκτης striker masc acc pl πλήκτᾱς , πλήκτης striker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
напрасныи — (42) пр. 1.Неожиданный, внезапный: Аште къто имать очиштенѹ д҃шѫ... и видить хѹдость своѥго ѥстьства. ѹмалени˫а же и напраснѹю съмьрть сего жити˫а. (ὠκύμορον) Изб 1076, 27 об.; аще ли тѹ въ римѣ напрасна нѹжда бѹдеть на область ити. (αἰφνίδια)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)